- σεμνύνειν
- σεμνύ̱νειν , σεμνύνωexaltpres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ομφύνω — ὀμφύνω (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ὀμφύνειν αὔξειν, σεμνύνειν, ἐντιμότερον ποιεῑν». [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. αποτελεί ίσως παρ. τής λ. ὄμπνη «δημητριακός καρπός για τροφή». Αλλά, τόσο η μορφή όσο και η σημασία του υποδηλώνουν πιθανή επίδραση τής λ. ὀμφή] … Dictionary of Greek
σεμνύνω — ΝΜΑ μέσ. σεμνύνομαι 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι για κάτι νεοελλ. μέσ. (κατ επέκτ.) φέρομαι αλαζονικά, αλαζονεύομαι, κομπάζω αρχ. 1. επαινώ, εξαίρω («Μεγαρέας τουτουσὶ τοὺς καταράτους οὕτως εὖ τὰ παρ αὐτοῑς σεμνύνειν», Δημοσθ.) 2. (με σατιρ.… … Dictionary of Greek